- κατακεφαλιά
- ηχτύπημα με το κεφάλι ή στο κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ κεφαλῆς + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακεφαλιά — η χτύπημα στο κεφάλι κάποιου: Θα σου δώσω μια κατακεφαλιά και θα δεις τον ουρανό με τ άστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακέφαλος — ο (Μ κατακέφαλος, ὁ) νεοελλ. κατακεφαλιά μσν. αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ κέφαλος, προ κέφαλος] … Dictionary of Greek
κατραπακιά — η 1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη, κατακεφαλιά, καρπαζιά 2. ηθικό ή οικονομικό πλήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ηχομίμηση] … Dictionary of Greek
καρπαζιά — η κατραπακιά, κατακεφαλιά, σβερκιά, γενικά χτύπημα με την παλάμη: Παλιότερα οι δάσκαλοι έδιναν καρπαζιές στους μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακέφαλος — ο κατακεφαλιά: Πρόσεξε μη σου δώσω κάνα κατακέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατραπακιά — η κατακεφαλιά, καρπαζιά: Του έδωσε μια κατραπακιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)